- ὑποβατήρ
- ὑποβᾰτήρ, ῆρος, ὁ,A pedestal or support for a στήλη, IG7.3073.8 (Lebad., ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποβατήρ — ῆρος, ὁ, Α βάθρο στήλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποβαίνω + επίθημα τήρ (πρβλ. ἀναβα τήρ)] … Dictionary of Greek